θερισμός

θερισμός
θερισμός, οῦ, ὁ (s. θερίζω; X., Oec. 18, 3; Polyb. 5, 95, 5; PLille 1 verso, 9 [III B.C.]; PHib 90, 5; BGU 594, 5; LXX; JosAs 2:19 καιρὸς … θερισμοῦ; EpArist 116; Philo, Somn. 2, 23)
the process (and time) of harvesting, harvest. ἕως τ. θερισμοῦ Mt 13:30a. ἐν καιρῷ τ. θερισμοῦ vs. 30b (cp. Jer 27:16 ἐν καιρῷ θ.); Mk 4:29. In these parables, θερισμός serves to explain procedures in the reign of God, as Mt 13:39 plainly shows. Harvest-time as background for discussion of the apostolic mission and approaching judgment J 4:35a (s. 2b).
crop to be harvested, harvest fig. extension of mng. 1
of persons to be won Mt 9:37f; Lk 10:2. In J 4:35b the evangelist may be combining an agricultural observation with a statement about the apostolic mission πρὸς θερισμόν in pass. sense of undergoing a reaping.
of the approaching judgment ἐξηράνθη ὁ θ. τῆς γῆς the earth’s harvest is dry (=fully ripe) Rv 14:15.—DELG s.v. θέρομαι 2. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερισμός — mowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — ο το κόψιμο των σιτηρών: Εποχή θερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερισμοί — θερισμός mowing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμοῦ — θερισμός mowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμούς — θερισμός mowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμῷ — θερισμός mowing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερισμόν — θερισμός mowing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες …   Dictionary of Greek

  • жатва — ст. слав. жѩтва θερισμός, θέρος (Супр.), болг. жътва (Младенов 169), сербохорв. же̏тва, словен. žêtva, žêtev, чеш. žatva. Далее, к ст. слав. жѩти, русск. жать, жну. Ср. др. инд. hantvas бить (Уленбек, Aind. Wb. 357) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”